Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης παρουσιάζονται εδώ τέσσερις ακόμη δημιουργικές εργασίες μαθητών για το Γεφύρι της Άρτας. Αλλά αν στην προηγούμενη εργασία η Λυγερή αντιδρά στην παγίδα του πρωτομάστορα (επιδεικνύοντας μια πρώιμη φεμινιστική καχυποψία), εδώ φαίνεται πως είναι αδύνατο να αποφύγει την τραγική της μοίρα... Διαβάστε παρακάτω γιατί.
1.
Στην εκδοχή της Γεωργίας Αντζουλάτου (Γ1) το Γιοφύρι της Άρτας είναι ένα τρομακτικό και σκληρό παραμύθι: το αφηγείται η μεγάλη αδερφή στον κατάπληκτο μικρό αδερφό της λίγο πριν πέσουν για ύπνο.
– Εκατόν πέντε...
– Τι εκατόν πέντε;
– Εκατόν πέντε ήταν. Εκατόν πέντε άνθρωποι που προσπαθούσαν επί χρόνια να το χτίσουν, αλλά τίποτα.
– Εμείς θα τα καταφέρναμε...
– Δεν νομίζω... Μην είσαι τόσο αφελής...
– Τι σημαίνει αφελής;
– Δεν το έχετε μάθει στο σχολείο;
– Όχι!
– Αφελής είναι κάποιος... είναι κάποιος που...
– Ούτε εσύ ξέρεις... Επειδή είσαι μεγαλύτερη, νομίζεις ότι είσαι και πιο έξυπνη...
– Μην φωνάζεις! Θα μας ακούσει η μαμά και άμα καταλάβει ότι είμαστε ξύπνιοι, θα μας βάλει τιμωρία. Είναι περασμένες εννιά.
– Συγγνώμη… Έχεις δίκιο...
– Δεν πειράζει... Ούτε εμείς θα τα καταφέρναμε. Είναι πολύ μεγάλο. Δες αυτήν την εικόνα. Και ο μύθος λέει πως το γεφύρι δεν χτίστηκε και στέριωσε. Αλλά έγινε κάτι άλλο... Κάτι άλλο περίεργο και μαγικό.
– Πες μου!
– Ποια είναι η μαγική λέξη;
– Σε παρακαλώ.
– Εντάξει, θα σου πω αλλά μετά θα πάμε για ύπνο. Εντάξει;
– Εντάξει.
Στην εκδοχή της Γεωργίας Αντζουλάτου (Γ1) το Γιοφύρι της Άρτας είναι ένα τρομακτικό και σκληρό παραμύθι: το αφηγείται η μεγάλη αδερφή στον κατάπληκτο μικρό αδερφό της λίγο πριν πέσουν για ύπνο.
– Εκατόν πέντε...
– Τι εκατόν πέντε;
– Εκατόν πέντε ήταν. Εκατόν πέντε άνθρωποι που προσπαθούσαν επί χρόνια να το χτίσουν, αλλά τίποτα.
– Εμείς θα τα καταφέρναμε...
– Δεν νομίζω... Μην είσαι τόσο αφελής...
– Τι σημαίνει αφελής;
– Δεν το έχετε μάθει στο σχολείο;
– Όχι!
– Αφελής είναι κάποιος... είναι κάποιος που...
– Ούτε εσύ ξέρεις... Επειδή είσαι μεγαλύτερη, νομίζεις ότι είσαι και πιο έξυπνη...
– Μην φωνάζεις! Θα μας ακούσει η μαμά και άμα καταλάβει ότι είμαστε ξύπνιοι, θα μας βάλει τιμωρία. Είναι περασμένες εννιά.
– Συγγνώμη… Έχεις δίκιο...
– Δεν πειράζει... Ούτε εμείς θα τα καταφέρναμε. Είναι πολύ μεγάλο. Δες αυτήν την εικόνα. Και ο μύθος λέει πως το γεφύρι δεν χτίστηκε και στέριωσε. Αλλά έγινε κάτι άλλο... Κάτι άλλο περίεργο και μαγικό.
– Πες μου!
– Ποια είναι η μαγική λέξη;
– Σε παρακαλώ.
– Εντάξει, θα σου πω αλλά μετά θα πάμε για ύπνο. Εντάξει;
– Εντάξει.
– Λοιπόν εκατόν πέντε άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, προσπαθούσαν να χτίσουν το γεφύρι. Αλλά αυτό δεν στέριωνε με τίποτε. Το πρωί το χτίζανε και το βράδυ γκρεμιζόταν. – Και μετά; Και μετά τι έγινε; – Μετά εμφανίστηκε κοντά στο ποτάμι δίπλα από το γεφύρι ένα... – Ναι; – Ένα μαγικό πουλί. – Και γιατί ήταν μαγικό; – Ήταν μαγικό γιατί μιλούσε σαν άνθρωπος! – Και τι έλεγε; |
– Είπε ότι εάν δεν πεθάνει κάποιος στο γεφύρι, δεν θα στεριώσει ποτέ, αλλά ο άνθρωπος που θα πεθάνει πρέπει να είναι η κόρη του πρωτομάστορα.
– Η κόρη του πρωτομάστορα;
– Ναι!
– Και ο κακομοίρης ο πρωτομάστορας δεν στεναχωρήθηκε όταν έμαθε ότι πρέπει να πεθάνει η κόρη του;
– Αν στεναχωρήθηκε λέει; Πολύ, πάρα πολύ. Ήταν η μονάκριβή του κόρη, ήταν μόλις πέντε χρονών. Αλλά ήταν ο πρωτομάστορας και είχε υποσχεθεί στους εργάτες ότι θα έκανε τα πάντα για να στεριώσει το γεφύρι!
– Και μετά;
– Και μετά ο πρωτομάστορας πήγε σπίτι του, ετοίμασε την κόρη του και πήγαν μαζί χέρι χέρι στο γεφύρι, τη φίλησε, την αποχαιρέτησε και... την έσπρωξε στο γεφύρι.
– Απίστευτο!
– Συνεχίζω. Η γυναίκα του πρωτομάστορα όταν ξύπνησε δεν βρήκε την κόρη της στο σπίτι. Πανικόβλητη έτρεξε προς τον άντρα της, αλλά ήταν ήδη αργά! Το παιδί της είχε πεθάνει. Άρχισε να κλαίει τόσο δυνατά που τη λυπήθηκαν όλοι. Πάνω στην απελπισία της πήγε να πέσει και η ίδια. Ο πρωτομάστορας προσπάθησε να τη συγκρατήσει, αλλά εκείνη, με το μυαλό θολωμένο από την απόγνωση, τον τράβηξε με όλη της τη δύναμη και έπεσαν και οι δυο στο γεφύρι.
– Απίστευτη ιστορία!
– Ναι, και έτσι στέριωσε το γεφύρι. Ώρα για ύπνο τώρα!
– Ναι, έχεις δίκιο! Αλλά πριν κλείσεις το φως, εσύ τώρα την σκέφτηκες αυτήν την ιστορία, ε;
– Καληνύχτα...
– Η κόρη του πρωτομάστορα;
– Ναι!
– Και ο κακομοίρης ο πρωτομάστορας δεν στεναχωρήθηκε όταν έμαθε ότι πρέπει να πεθάνει η κόρη του;
– Αν στεναχωρήθηκε λέει; Πολύ, πάρα πολύ. Ήταν η μονάκριβή του κόρη, ήταν μόλις πέντε χρονών. Αλλά ήταν ο πρωτομάστορας και είχε υποσχεθεί στους εργάτες ότι θα έκανε τα πάντα για να στεριώσει το γεφύρι!
– Και μετά;
– Και μετά ο πρωτομάστορας πήγε σπίτι του, ετοίμασε την κόρη του και πήγαν μαζί χέρι χέρι στο γεφύρι, τη φίλησε, την αποχαιρέτησε και... την έσπρωξε στο γεφύρι.
– Απίστευτο!
– Συνεχίζω. Η γυναίκα του πρωτομάστορα όταν ξύπνησε δεν βρήκε την κόρη της στο σπίτι. Πανικόβλητη έτρεξε προς τον άντρα της, αλλά ήταν ήδη αργά! Το παιδί της είχε πεθάνει. Άρχισε να κλαίει τόσο δυνατά που τη λυπήθηκαν όλοι. Πάνω στην απελπισία της πήγε να πέσει και η ίδια. Ο πρωτομάστορας προσπάθησε να τη συγκρατήσει, αλλά εκείνη, με το μυαλό θολωμένο από την απόγνωση, τον τράβηξε με όλη της τη δύναμη και έπεσαν και οι δυο στο γεφύρι.
– Απίστευτη ιστορία!
– Ναι, και έτσι στέριωσε το γεφύρι. Ώρα για ύπνο τώρα!
– Ναι, έχεις δίκιο! Αλλά πριν κλείσεις το φως, εσύ τώρα την σκέφτηκες αυτήν την ιστορία, ε;
– Καληνύχτα...
Τι θα γινόταν, άραγε, αν η γυναίκα του πρωτομάστορα δεν άλλαζε την κατάρα της σε ευχή; Ο Γεράσιμος Κάγκας (Γ1) δίνει τη δική του σκοτεινή εξέλιξη στον μύθο...
Τα χρόνια πέρασαν και το γιοφύρι έμενε αδιάβατο: δεν περνούσε κανένας από εκεί, όλοι έλεγαν ότι η ευχή δεν έπιασε, μόνο η αρχική κατάρα της άμοιρης γυναίκας. Όταν άκουσε ο αδερφός της τις φήμες αυτές, έφτασε γοργά στην πόλη της Άρτας, για να δει και να περπατήσει το διαβόητο γιοφύρι της. Πράγματι, μετά τα πρώτα βήματα που έκανε στο γιοφύρι, ο αδερφός άκουσε μεγάλο βουητό. Έγινε μέγας σεισμός, τα πάντα γκρεμίστηκαν, κι έτσι τα δύο αδέρφια "ξαναβρέθηκαν" μέσα στα ερείπια.
3.
Διασκευασμένη από τη Σοφία Αποστολοπούλου (Γ1) η παραλογή γίνεται μια δραματική ιστορία αγάπης με τραγικό τέλος...
[...] έριξε και ο πρωτομάστορας ένα μεγάλο λίθο. Η γυναίκα άρχισε ξαφνικά να φωνάζει, κάτι ήθελε να πει στον άντρα της, όλοι όμως την αγνοούσαν, νόμιζαν ότι ζητούσε μόνο να τη λυπηθούν. Ο πρωτομάστορας το σκέφτηκε καλύτερα και διέταξε να σταματήσουν ένα λεπτό, για να ακούσει τη γυναίκα του. Εκείνη, ετοιμοθάνατη, του αποκάλυψε ότι περιμένει το παιδί του. Πικρά δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του, εκείνη τότε του επανέλαβε για τελευταία φορά ότι τον αγαπάει και παρέδωσε το πνεύμα της στον θεό. Ο πρωτομάστορας έπεσε και ο ίδιος από ψηλά και πέθανε απαρηγόρητος δίπλα στη σύζυγο και το αγέννητο παιδί του. Τουλάχιστον εκεί πάνω θα ζουν μαζί σαν οικογένεια. Το πουλί κατέβηκε και τους αποκάλυψε πως αφού τρεις ζωές χάθηκαν για να στεριώσει το γεφύρι, σε τρεις μέρες θα χτιστεί και θα μείνει αγέραστο και αθάνατο.
Διασκευασμένη από τη Σοφία Αποστολοπούλου (Γ1) η παραλογή γίνεται μια δραματική ιστορία αγάπης με τραγικό τέλος...
[...] έριξε και ο πρωτομάστορας ένα μεγάλο λίθο. Η γυναίκα άρχισε ξαφνικά να φωνάζει, κάτι ήθελε να πει στον άντρα της, όλοι όμως την αγνοούσαν, νόμιζαν ότι ζητούσε μόνο να τη λυπηθούν. Ο πρωτομάστορας το σκέφτηκε καλύτερα και διέταξε να σταματήσουν ένα λεπτό, για να ακούσει τη γυναίκα του. Εκείνη, ετοιμοθάνατη, του αποκάλυψε ότι περιμένει το παιδί του. Πικρά δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του, εκείνη τότε του επανέλαβε για τελευταία φορά ότι τον αγαπάει και παρέδωσε το πνεύμα της στον θεό. Ο πρωτομάστορας έπεσε και ο ίδιος από ψηλά και πέθανε απαρηγόρητος δίπλα στη σύζυγο και το αγέννητο παιδί του. Τουλάχιστον εκεί πάνω θα ζουν μαζί σαν οικογένεια. Το πουλί κατέβηκε και τους αποκάλυψε πως αφού τρεις ζωές χάθηκαν για να στεριώσει το γεφύρι, σε τρεις μέρες θα χτιστεί και θα μείνει αγέραστο και αθάνατο.
4.
Η Ιωάννα Γιαννοπούλου και η Ειρήνη Ησαΐα (Γ1) επιφυλάσσουν μια ευνοϊκότερη μεταχείριση για τη γυναίκα του πρωτομάστορα. Όσο κι αν η τύχη της είναι αβέβαιη, φαίνεται πως τουλάχιστον έχει σωθεί (με έναν τρόπο που θυμίζει την αντίστοιχη διάσωση της Ιφιγένειας στην Αυλίδα...)
[...]
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε
«Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
Ένας πιχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
Η Ιωάννα Γιαννοπούλου και η Ειρήνη Ησαΐα (Γ1) επιφυλάσσουν μια ευνοϊκότερη μεταχείριση για τη γυναίκα του πρωτομάστορα. Όσο κι αν η τύχη της είναι αβέβαιη, φαίνεται πως τουλάχιστον έχει σωθεί (με έναν τρόπο που θυμίζει την αντίστοιχη διάσωση της Ιφιγένειας στην Αυλίδα...)
[...]
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε
«Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
Ένας πιχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
Και ξαφνικά απ’ τον ουρανό ο άγγελος εφάνη, με τ’ ασπρο το χιτώνιο και το χρυσό στεφάνι. Την κοπελιά πλησίασε, δίχως κανένας να ’δει και την επήρε από κει κρυφά για να τη σώσει. Οι μάστορες συνέχισαν τα μπάζα να της ρίχνουν, νομίζοντας πως θα ’χουνε μια ζωντανή θυσία. Εκείνη όμως χάθηκε κι έφυγε μακριά τους και σώθηκε και έζησε μέσα στην ατυχιά της. Την γέφυρα την χτίσανε, ξανά δεν εγκρεμίσθη, μα μες στο νου τους είχανε πως είχε πια πεθάνει χτισμένη στα συθέμελα του γιοφυριού της Άρτας. Δεν μάθανε ποτέ πως ένας άγγελος την πήρε, το πού την πήγε είν’ άγνωστο, κανένας δεν το ηύρε. |
Στη γυναίκα του πρωτομάστορα με τα "μάτια τα μεγάλα" και "το κοντυλένιο στόμα" αναφέρονται και οι παρακάτω στίχοι του Μιχάλη Γκανά, όπως μελοποιήθηκαν από τον Νίκο Ξυδάκη (Πρώτο βράδυ στην Αθήνα):
| Με τις λεμονιές παρέα Φάνηκε στην άσπρη στράτα Κι είχε καστανά τα μάτια Και τα χέρια της χιονάτα Γνέθε τα μαλλιά της γνέθε Γύριζε λιγνό μου αδράχτι Με τα δάκρυα του καλού της Και της μοίρας της το άχτι Μεσ’ τη μεσιανή καμάρα Έκλαψε πουλί το γιόμα Για τα μάτια τα μεγάλα Για το κοντυλένιο στόμα Γεφυράκι ποιος θα δέσει Τη δαχτυλιδένια μέση Ποιος θα βρει το μονοπάτι Για το γνωστικό διαβάτη |